Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀθροίζω < παρασύνθετος από το ἀθρόος με ψιλή ή δασεία + -ίζω (το ἀθρόος αρχικά δασυνόταν με α- αθροιστικό + θρόος αλλά μετατράπηκε σε ψιλή για ανομοίωση προς το δασύ θήτα)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀθροίζω


Συγγενικά επεξεργασία