Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδογματίστως < υποθετικός τύπος επιθέτου *ἀδογμάτιστος[1]. Μορφολογικά, ἀ- στερητικό + (δογματίζω) δογματιστ- + -ως < δόγμα

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀδογματίστως

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία