Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀδίαντον τὰ ἀδίαντ
      γενική τοῦ ἀδιάντου τῶν ἀδιάντων
      δοτική τῷ ἀδιάντ τοῖς ἀδιάντοις
    αιτιατική τὸ ἀδίαντον τὰ ἀδίαντ
     κλητική ! ἀδίαντον ἀδίαντ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδιάντω
γεν-δοτ τοῖν  ἀδιάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδίαντον < ουδέτερο του ἀδίαντος < διαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀδίαντον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία