Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγρέμιος < ἀγρεύω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγρέμιος,α,ον

Συνώνυμα επεξεργασία