Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγείτων < ἀ-(στερητικό) + γείτων

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγείτων, -ων, -ον, γενική -ονος

  1. αυτός που δεν έχει γείτονες, αγειτόνευτος
  2. (συνεκδοχικά) ο μονήρης, ο έρημος

  Πηγές επεξεργασία