Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγανάκτησῐς αἱ ἀγανακτήσεις
      γενική τῆς ἀγανακτήσεως τῶν ἀγανακτήσεων
      δοτική τῇ ἀγανακτήσει ταῖς ἀγανακτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγανάκτησῐν τὰς ἀγανακτήσεις
     κλητική ! ἀγανάκτησῐ ἀγανακτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγανακτήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀγανακτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγανάκτησις < συνοπτικό θέμα ἀγανακτησ- του ρήματος ἀγανακτέω, ἀγανακτῶ + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγανάκτησις

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία