Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαθίς < ἄγαν, ή ἀγαθόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγαθίς θηλυκό