Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγάστονος < ἄγαν + στένω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγάστονος, -ος, -ον
  1. αυτός που στενάζει βαθιά
  2. ο βαρύστονος
  3. ο πάταγος των κυμάτων