Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβλαβία < ἀβλαβής, ποιητική απόδοση του ἀβλάβεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀβλαβία θηλυκό

  1. έλλειψη βλάβης
  2. ακεραιότητα