ἀβλής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἀβλής, -ης, (δεν απαντάται σε ουδέτερο)
- αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε σε βολή, ο αμεταχείριστος, συνηθέστερα αναφερόταν σε όπλα, βέλη, πολιορκητική μηχανή κ.λ.π.
ἀβλής, -ης, (δεν απαντάται σε ουδέτερο)