Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβδηριτίζω < παρασύνθετο του Ἀβδηρίτης

  Ρήμα επεξεργασία

ἀβδηριτίζω
  1. συμπεριφέρομαι όπως οι Ἀβδηρίτες
  2. (μεταφορικά) σκέπτομαι ή ενεργώ ανόητα, ματαιόδοξα