Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβακίζομαι < ἀβακέω, σε συναίρεση ἀβακῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ἀβακίζομαι, παθητικός ενεστώς του ἀβακῶ
  • είμαι σιωπηλός