Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ябълка < πρωτοσλαβική *jablъko, *ablъko

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ябълка (bg) θηλυκό

  1. η μηλιά
  2. το μήλο