чёрный
Ρωσικά (ru) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
чёрный (ru)
- μαύρο
- ακατέργαστο, τραχύ
- πίσω (σκάλες, είσοδο, κλπ.)
- (εργασία): ανειδίκευτη, χειρωνακτική
- (μέταλλο): ferrous
- на чёрный день — για μια βροχερή μέρα
- чёрным по бе́лому — στα μαύρα και στα άσπρα
- чёрное де́рево — έβενος
- чёрная доска́ — μαυροπίνακας
- чёрная металлу́ргия — βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και ατσαλιού
Ουσιαστικό επεξεργασία
чёрный (ru) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
- ο νέγρος (όχι προσβλητικό)