Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

тревога (ru)

  1. προειδοποίηση, συναγερμός
    пожарная тревога — συναγερμός για φωτιά