кола
Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
кола (bg)
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
кола (sr) (λατινική γραφή: kola) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το αυτοκίνητο
кола (bg)
кола (sr) (λατινική γραφή: kola) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό