Βουλγαρικά (bg) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

доба < πρωτοσλαβική doba

  Ουσιαστικό επεξεργασία

доба (bg)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • πάντα προηγείται κάποιο επίθετο (π.χ. късна доба) ή δεικτική αντωνυμία που τον προσδιορίζουν




Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

доба < πρωτοσλαβική doba

  Ουσιαστικό επεξεργασία

доба (sr) (λατινική γραφή: doba) θηλυκό