Ρωσικά (ru) επεξεργασία

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Афин (ru) θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του Афины (των Αθηνών)
  2. γενική πληθυντικού του Афина