Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύφανση οι υφάνσεις
      γενική της ύφανσης* των υφάνσεων
    αιτιατική την ύφανση τις υφάνσεις
     κλητική ύφανση υφάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύφανση < (ελληνιστική κοινήὕφανσις < αρχαία ελληνική ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.fan.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύφανση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υφαίνω
    μπορεί το βαμβάκι που χρησιμοποιήθηκε να είναι αιγυπτιακό όμως η ύφανσή του έγινε στην Ελλάδα
  2. (συνεκδοχικά) η τεχνοτροπία ή ο τρόπος με τον οποίο έχει υφανθεί κάτι
    πήρα ένα ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία