ύστερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύστερο | τα | ύστερα |
γενική | του | ύστερου | των | ύστερων |
αιτιατική | το | ύστερο | τα | ύστερα |
κλητική | ύστερο | ύστερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ύστερο < αρχαία ελληνική ὕστερον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ύστερο ουδέτερο
- (ανατομία) ο πλακούντας και οι υμένες που βγαίνουν ύστερα από τον τοκετό, στο τέλος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ύστερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ύστερο