Δείτε επίσης: ὕστατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ύστατος η ύστατη το ύστατο
      γενική του ύστατου της ύστατης του ύστατου
    αιτιατική τον ύστατο την ύστατη το ύστατο
     κλητική ύστατε ύστατη ύστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ύστατοι οι ύστατες τα ύστατα
      γενική των ύστατων των ύστατων των ύστατων
    αιτιατική τους ύστατους τις ύστατες τα ύστατα
     κλητική ύστατοι ύστατες ύστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύστατος < αρχαία ελληνική ὕστατος

  Επίθετο επεξεργασία

ύστατος, -η, -ο

  1. τελευταίος, οριστικός
  2. που συμβαίνει λίγο πριν ή μετά το θάνατο


  Μεταφράσεις επεξεργασία