Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όρτσα < μεσαιωνική ελληνική όρτσα < ιταλική orza < orzare < δημώδης λατινική *ortiare < λατινική oriri, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος orior < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(H)r̥-nw- (ρέω, κινώ, τρέχω, ανεβαίνω)

  Επίρρημα επεξεργασία

όρτσα

  Επιφώνημα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • "όρτσα τα πανιά κόντρα στο ντεληβοριά" (= άνοιγμα των πανιών με τον καιρό (άνεμο) δευτερόπρυμα, συνεπώς με πορεία σκάφους περίπου νότια (ΝΔ.ή Ν., ή ΝΑ.)

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία