Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
όμπυασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
όμπυασμα
τα
ομπυάσμα
τ
α
γενική
του
ομπυάσμα
τ
ος
των
ομπυασμά
τ
ων
αιτιατική
το
όμπυασμα
τα
ομπυάσμα
τ
α
κλητική
όμπυασμα
ομπυάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
όμπυασμα
<
ομπυάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
όμπυασμα
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) το
αποτέλεσμα
του
ομπυάζω
/
εμπυάζω
/
εμπυούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
όμπυασμα