Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

όμορφων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του όμορφος
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του όμορφη
  3. (ουδέτερο) γενική πληθυντικού του όμορφο