Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όζα οι όζες
      γενική της όζας
    αιτιατική την όζα τις όζες
     κλητική όζα όζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όζα < γαλλική augée

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όζα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία