ωχραίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωχραίνω < (ελληνιστική κοινή) ὠχραίνω < ὠχρός
Ρήμα επεξεργασία
ωχραίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι ωχρό, προσθέτω χρώμα ώχρας, το κάνω άτονο
- (αμετάβατο) γίνομαι ωχρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωχραίνω
|