ωρούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωρούλα | οι | ωρούλες |
γενική | της | ωρούλας | — | |
αιτιατική | την | ωρούλα | τις | ωρούλες |
κλητική | ωρούλα | ωρούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωρούλα < ώρα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωρούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του ώρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ώρα