ψωρόσκυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psoˈɾo.sci.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐ρό‐σκυ‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωρόσκυλο ουδέτερο[1]
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς επίπεδο, παρακατιανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωρόσκυλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψωρόσκυλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)