Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμόνερο τα ψωμόνερα
      γενική του ψωμόνερου των ψωμόνερων
    αιτιατική το ψωμόνερο τα ψωμόνερα
     κλητική ψωμόνερο ψωμόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωμόνερο < ψωμ(ί) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωμόνερο ουδέτερο

  • το νερό στο οποίο παλιά έβρεχαν το ψωμί και μετά δεν το έπιναν αλλά το φύλαγαν για το μαγείρεμα ή άλλη χρήση

  Μεταφράσεις επεξεργασία