ψωμόλυσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμόλυσσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμόλυσσα θηλυκό
- πολύ μεγάλη πείνα
- (συνεκδοχικά) αυτός που πεινάει πάρα πολύ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμόλυσσα
|
ψωμόλυσσα θηλυκό
|