Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψυχώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχώνω
  2. θα ψυχώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχώνω