Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψυχώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψυχώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχώνω
  3. θα ψυχώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχώνω