ψυχρηλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχρηλασία θηλυκό
- η επεξεργασία μετάλλου σε θερμοκρασία χαμηλότερη από εκείνην στην οποία αυτό αποκρυσταλλώνεται
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψυχρήλατος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχρηλασία
|