Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοφάρμακο τα ψυχοφάρμακα
      γενική του ψυχοφαρμάκου
ψυχοφάρμακου
των ψυχοφαρμάκων
    αιτιατική το ψυχοφάρμακο τα ψυχοφάρμακα
     κλητική ψυχοφάρμακο ψυχοφάρμακα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοφάρμακο < ψυχή και φάρμακο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοφάρμακο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία