ψυχοσύσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοσύσταση | οι | ψυχοσυστάσεις |
γενική | της | ψυχοσύστασης* | των | ψυχοσυστάσεων |
αιτιατική | την | ψυχοσύσταση | τις | ψυχοσυστάσεις |
κλητική | ψυχοσύσταση | ψυχοσυστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχοσυστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχοσύσταση < (καθαρεύουσα) ψυχοσύστασις < ψυχή + -ο- + σύστασις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχοσύσταση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοσύσταση
|