Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοπλακώνομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχοπλακώνομαι

  • η αίσθηση ψυχικού βάρους, η έντονη κατάθλιψη, η ιδιαίτερα κακή διάθεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία