Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχολογούμαι < ψυχολογώ

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχολογούμαι

  1. με ψυχολογεί ένας ειδικός ή κάποιο άλλο άτομο, κάποιος αναλύει τον δικό μου ψυχισμό (σπάνια χρήση, συνήθως χρησιμοποιείται περίφραση του ενεργητικού ρήματος)
    Είναι άτομο που δεν ψυχολογείται εύκολα -Είναι άτομο που δεν μπορείς να το ψυχολογήσεις εύκολα

  Μεταφράσεις επεξεργασία