ψυχολάτρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχολάτρης αρσενικό (θηλυκό ψυχολάτρισσα)
- που πιστεύει στην ψυχολατρία ή είναι οπαδός της
Συγγενικά επεξεργασία
- ψυχολατρία
- ψυχολάτρισσα
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και λατρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχολάτρης
|