Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψοφέω < ψόφος + jω

  Ρήμα επεξεργασία

ψοφέω και συνηρημένο ψοφῶ

  1. κροτώ, παράγω θόρυβο, ψόφο
  2. σπάω, λυγίζω με κρότο, τσακίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία