Δείτε επίσης: ψιλοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψιλοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ψιλόομαι, ενεργητική φωνή ψιλόω (απογυμνώνω)

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλούμαι

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το γ΄ πρόσωπο εν χρήσει: ψιλούται (ψιλοῦται),
  • παρατατικός εψιλούτο (ἐψιλοῦτο) ή ψιλούνταν
  • οι υπόλοιποι τύποι περιφραστικά με το «παίρνω ψιλή»

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία