Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεύτικα < ψεύτικα

  Επίρρημα επεξεργασία

ψεύτικα

  1. με ψεύτικο τρόπο
     αντώνυμα: αληθοφανώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία