ψευτοκαθαρεύουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευτοκαθαρεύουσα < ψευτο- + καθαρεύουσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτοκαθαρεύουσα θηλυκό
- εξεζητημένη και ημιμαθής χρήση της καθαρεύουσας και αρχαιοπρεπών εκφράσεων, για τη δημιουργία εντυπώσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευτοκαθαρεύουσα
|