Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευστέω < ψεύδω

  Ρήμα επεξεργασία

ψευστέω-ιος

τόν δέ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη: ‘ψευστήσεις, οὐδ᾽ αὖτε τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις. (Όμηρος)

Συγγενικά επεξεργασία