ψευδοπατριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευδοπατριώτης αρσενικό (και ψευτοπρατριώτης)
- αυτός που από δειλία παριστάνει τον πατριώτη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
- αυτός που συνειδητά εκμεταλλεύεται το λαϊκό αίσθημα για την φιλοπατρία και εμφανίζει τις επιλογές του ως πατριωτικές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδοπατριώτης
|