ψευδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευδισμός αρσενικό
- (ιατρική) η λανθασμένη εκφορά κάποιων φθόγγων, κυρίως των συριστικών
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδισμός
|
ψευδισμός αρσενικό
|