Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεματίζω < ψεματ- (ψέμα) + -ίζω [1]

  Ρήμα επεξεργασία

ψεματίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία