Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαῦσις < ψαύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαῦσις-εως θηλυκό

  1. ψηλάφιση
  2. επαφή, θωπεία, χάδι, το ψαῦμα