ψένω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψένω μεσαιωνική ελληνική εκφορά του ψήνω < από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος του αρχαίου ἕψω (μαγειρεύω)
Ρήμα επεξεργασία
ψένω
- (λαϊκότροπο) και (παρωχημένο) το ψήνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψένω
→ δείτε τη λέξη ψήνω |