Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χότζας οι χοτζάδες
      γενική του χότζα των χοτζάδων
    αιτιατική τον χότζα τους χοτζάδες
     κλητική χότζα χοτζάδες
Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χότζας < (άμεσο δάνειο) τουρκική hoca < περσική خواجه (khâje, διδάσκαλος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxo.d͡zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χό‐τζας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χότζας αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία