χωριουδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωριουδάκι | τα | χωριουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χωριουδάκι | τα | χωριουδάκια |
κλητική | χωριουδάκι | χωριουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χωριουδάκι < χωρι(ό) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xoɾ.ʝuˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ριου‐δά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωριουδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του χωριό: μικρό χωριό, μικρός οικισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χωριό